Άουσβιτς

Άουσβιτς
(Auschwitz). Γερμανική ονομασία της πολωνικής κωμόπολης Όσβιτσιμ (Οswieçim, 43.800 κάτ. το 2002), όπου στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου οι Γερμανοί εγκατέστησαν στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιπάλων του ναζισμού, κυρίως Ρώσων και Εβραίων. Στο Ά. έγιναν οι πρώτες εφαρμογές των θαλάμων αερίων για ομαδικές εξοντώσεις. Στη δίκη της Νυρεμβέργης, το 1946, η ομαδική αυτή εξόντωση χαρακτηρίστηκε γενοκτονία. Μετά τη λήξη του πολέμου, οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου δικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εβραϊκό Θεσσαλονίκης — Το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης στην οδό Αγ. Μηνά 13 ιδρύθηκε για να τιμήσει την πλούσια και δημιουργική σεφραδίτικη κληρονομιά του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη από τον 15ο αι. Μετά από την εκδίωξη τους από την Ισπανία από τους… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… …   Dictionary of Greek

  • Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… …   Dictionary of Greek

  • Βέιλ, Σιμόν — I (Simone Weil, Γαλλία 1909 – Άσορντ Κεντ, Αγγλία 1943). Γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, κλασική φιλολογία και φυσική. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγήτρια φιλοσοφίας σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης της Γαλλίας και κατά τη διετία… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Κέρτιζ, Ίμρε — (Imre Kertisz, Βουδαπέστη 1929 –). Ούγγρος λογοτέχνης. Το 1944 φυλακίστηκε εξαιτίας της εβραϊκής καταγωγής του αρχικά στο Άουσβιτς και αργότερα στο Μπούχενβαλντ. Το 1948, μετά την επιστροφή του στην Ουγγαρία, ξεκίνησε να αρθρογραφεί για την… …   Dictionary of Greek

  • Νόνο, Λουίτζι — (Luigi Nono, Βενετία 1924 – 1990). Ιταλός συνθέτης. Σημαντική φυσιογνωμία της σύγχρονης μουσικής, ο Ν. αφομοίωσε τη διδασκαλία του Σαίνμπεργκ (του οποίου παντρεύτηκε την κόρη) με την έννοια ότι επιδιώκει τη γλωσσολογική έρευνα, πάντα όμως με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”